- σκαλιστός
- -ή, -όσκαλισμένος, λαξεμένος: Έχτισε τους τοίχους με σκαλιστές πέτρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκαλιστός — ή, ό, Ν [σκαλίζω] 1. (για επιφάνεια) αυτός που έχει χαραχθεί, που έχει λαξευθεί και φέρει εγχάρακτες παραστάσεις ή κοιλώματα («σκαλιστό τέμπλο») 2. (για έδαφος) αυτός που έχει σκαλιστεί, που έχει σκαφθεί επιφανειακά … Dictionary of Greek
έγκοπτος — ἔγκοπτος, ον (AM) (Μ και ἐγκοφτὸς και ἐγκοφθός, ή, όν) χαραγμένος, σκαλιστός … Dictionary of Greek
ασμίλευτος — η, ο 1. αυτός που δεν είναι δουλεμένος με τη σμίλη, ο α σκάλιστος 2. (για λόγο) όποιος δεν έχει δουλευτεί προσεκτικά σε όλα τα σημεία του, ανεπεξέργαστος … Dictionary of Greek
εγκολαπτός — ἐγκολαπτός, ή, όν (AM) γλυπτός, σκαλιστός … Dictionary of Greek
λαξευτός — ή, ό (AM λαξευτός, ή, όν) [λαξεύω] αυτός που έχει λαξευθεί, γλυπτός, σκαλιστός («καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ», ΚΔ) νεοελλ. 1. επιμελημένος, καλοφτειαγμένος 2. (για λόγο) γλαφυρός … Dictionary of Greek
ξεστός — ή, ό (Α ξεστός, ή, όν) (συν. για ξύλο ή για ξύλινα αντικείμενα) 1. αυτός που έχει καταστεί λείος, στιλπνός ύστερα από ξύσιμο 2. σκαλιστός, κατασκευασμένος με ξέση, με σκάλισμα, σκαλισμένος («ξεστὸς ἵππος» ο δούρειος ίππος, Ομ. Οδ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
σμιλευτός — ή, ό / σμιλευτός, ή, όν ΝΑ [σμιλεύω] κατεργασμένος με σμίλη, λαξευτός, σκαλιστός … Dictionary of Greek
τορευτός — ή, ό / τορευτός, ή, όν, ΝΜΑ [τορεύω] αυτός που έχει φιλοτεχνηθεί με την τέχνη τής τορευτικής, γλυπτός, σκαλιστός (α. «τορευτὸν ποτήριον», Μέν. β. «τορευτὸν ἅρμα», Διόδ.) μσν. αρχ. επεξεργασμένος με επιμέλεια, περίτεχνος … Dictionary of Greek
γραπτός — ή, ό 1. ο γραμμένος: Γραπτά μνημεία. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., γραπτά οι γραπτές εξετάσεις: Ο καθηγητής είχε πολλά γραπτά να διορθώσει. 3. ζωγραφισμένος, σκαλιστός: Στην ανασκαφή βρέθηκε μια γραπτή στήλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαξευτός — ή, ό σκαλιστός, γλυπτός: Τα λαξευτά κτίρια της Πέτρας είναι ξακουστά σ’ όλο τον κόσμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)